- πρηνηδόν
- ΝΜεπίρρ.1. σε στάση πρηνή, με το πρόσωπο προς το έδαφος, μπρούμυτα2. φρ. «θέση ή στάση πρηνηδόν»στρ. μια από τις τρεις θεμελιώδεις θέσεις τού στρατιώτη που πυροβολεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρηνής + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν)].
Dictionary of Greek. 2013.